- αίσιμος
- (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Αθηναίος πολίτης, το όνομα του οποίου σημαίνει ότι προμαντεύει κάτι καλό. Για τον λόγο αυτό τον όρισαν αρχηγό της πομπής που προσέφερε θυσία στην Πολιούχο Αθηνά, όταν οι Αθηναίοι θέλησαν να καθιερώσουν εορταστικές τελετές στην επέτειο της επιστροφής του Θρασύβουλου στην Αθήνα.
Α. λεγόταν και ένας ήρωας της Τενέδου.
* * *αἴσιμος -η, -ον και -ος, -ον (Α)1. ο ορισμένος από τους θεούς, από τη μοίρα, ο πεπρωμένος2. ο σύμφωνος προς τη μοίρα ή το μέτρο, κατάλληλος, δίκαιος, σωστός3. (φρ) «αἴσιμον ἐστι», είναι πεπρωμένο«αἴσιμον ἦμαρ», η μοιραία ημέρα, η ημέρα τού θανάτου.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἶσα βλ. λ..ΠΑΡ. αρχ. αἰσιμία, αἰσημῶ.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀναίσιμος, ἐναίσιμος, καταίσιμος].
Dictionary of Greek. 2013.